δισδιάστατος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
δισδιάστατος • (disdiástatos) m (feminine δισδιάστατη, neuter δισδιάστατο)
Declension[edit]
Declension of δισδιάστατος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δισδιάστατος • | δισδιάστατη • | δισδιάστατο • | δισδιάστατοι • | δισδιάστατες • | δισδιάστατα • |
genitive | δισδιάστατου • | δισδιάστατης • | δισδιάστατου • | δισδιάστατων • | δισδιάστατων • | δισδιάστατων • |
accusative | δισδιάστατο • | δισδιάστατη • | δισδιάστατο • | δισδιάστατους • | δισδιάστατες • | δισδιάστατα • |
vocative | δισδιάστατε • | δισδιάστατη • | δισδιάστατο • | δισδιάστατοι • | δισδιάστατες • | δισδιάστατα • |
Synonyms[edit]
- δύο διαστάσεων (dýo diastáseon, “of two dimensions”)