ιατρογενής
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ιατρογενής • (iatrogenís) m (feminine ιατρογενής, neuter ιατρογενές)
Declension[edit]
Declension of ιατρογενής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιατρογενής • | ιατρογενής • | ιατρογενές • | ιατρογενείς • | ιατρογενείς • | ιατρογενή • |
genitive | ιατρογενούς • | ιατρογενούς • | ιατρογενούς • | ιατρογενών • | ιατρογενών • | ιατρογενών • |
accusative | ιατρογενή • | ιατρογενή • | ιατρογενές • | ιατρογενείς • | ιατρογενείς • | ιατρογενή • |
vocative | ιατρογενή • / ιατρογενής • | ιατρογενής • | ιατρογενές • | ιατρογενείς • | ιατρογενείς • | ιατρογενή • |