λαρυγγικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
λαρυγγικός • (laryngikós) m (feminine λαρυγγική, neuter λαρυγγικό)
Declension[edit]
Declension of λαρυγγικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λαρυγγικός • | λαρυγγική • | λαρυγγικό • | λαρυγγικοί • | λαρυγγικές • | λαρυγγικά • |
genitive | λαρυγγικού • | λαρυγγικής • | λαρυγγικού • | λαρυγγικών • | λαρυγγικών • | λαρυγγικών • |
accusative | λαρυγγικό • | λαρυγγική • | λαρυγγικό • | λαρυγγικούς • | λαρυγγικές • | λαρυγγικά • |
vocative | λαρυγγικέ • | λαρυγγική • | λαρυγγικό • | λαρυγγικοί • | λαρυγγικές • | λαρυγγικά • |
Synonyms[edit]
- λαρυγγόφωνος (laryngófonos)
- λαρυγγώδης (laryngódis)