ομολογουμένως
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adverb[edit]
ομολογουμένως • (omologouménos)
- admittedly
- Το σενάριο αυτό –ομολογουμένως εφιαλτικά ενδιαφέρον, από πολλές απόψεις– …
- The scenario, admittedly of nightmarishly interest in many respects …
- Το σενάριο αυτό –ομολογουμένως εφιαλτικά ενδιαφέρον, από πολλές απόψεις– …