αδιαχώριστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αδιαχώριστος • (adiachóristos) m (feminine αδιαχώριστη, neuter αδιαχώριστο)
Declension[edit]
Declension of αδιαχώριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαχώριστος • | αδιαχώριστη • | αδιαχώριστο • | αδιαχώριστοι • | αδιαχώριστες • | αδιαχώριστα • |
genitive | αδιαχώριστου • | αδιαχώριστης • | αδιαχώριστου • | αδιαχώριστων • | αδιαχώριστων • | αδιαχώριστων • |
accusative | αδιαχώριστο • | αδιαχώριστη • | αδιαχώριστο • | αδιαχώριστους • | αδιαχώριστες • | αδιαχώριστα • |
vocative | αδιαχώριστε • | αδιαχώριστη • | αδιαχώριστο • | αδιαχώριστοι • | αδιαχώριστες • | αδιαχώριστα • |
Synonyms[edit]
- αχώριστος (achóristos)
- αναποχώριστος (anapochóristos)
Related terms[edit]
- αδιαχώρητο n (adiachórito, “overcrowdedness, impenetrability”)