αδίστακτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αδίσταχτος (adístachtos)
Adjective
[edit]αδίστακτος • (adístaktos) m (feminine αδίστακτη, neuter αδίστακτο)
- unscrupulous, ruthless (contemptuous of what is right or honourable)
Declension
[edit]Declension of αδίστακτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδίστακτος • | αδίστακτη • | αδίστακτο • | αδίστακτοι • | αδίστακτες • | αδίστακτα • |
genitive | αδίστακτου • | αδίστακτης • | αδίστακτου • | αδίστακτων • | αδίστακτων • | αδίστακτων • |
accusative | αδίστακτο • | αδίστακτη • | αδίστακτο • | αδίστακτους • | αδίστακτες • | αδίστακτα • |
vocative | αδίστακτε • | αδίστακτη • | αδίστακτο • | αδίστακτοι • | αδίστακτες • | αδίστακτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδίστακτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδίστακτος, etc.) |