ανοικοκύρευτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ανοικοκύρευτος • (anoikokýreftos) m (feminine ανοικοκύρευτη, neuter ανοικοκύρευτο)
- untidy, disorganised, disordered
- Synonym: ακατάστατος (akatástatos)
Declension[edit]
Declension of ανοικοκύρευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοικοκύρευτος • | ανοικοκύρευτη • | ανοικοκύρευτο • | ανοικοκύρευτοι • | ανοικοκύρευτες • | ανοικοκύρευτα • |
genitive | ανοικοκύρευτου • | ανοικοκύρευτης • | ανοικοκύρευτου • | ανοικοκύρευτων • | ανοικοκύρευτων • | ανοικοκύρευτων • |
accusative | ανοικοκύρευτο • | ανοικοκύρευτη • | ανοικοκύρευτο • | ανοικοκύρευτους • | ανοικοκύρευτες • | ανοικοκύρευτα • |
vocative | ανοικοκύρευτε • | ανοικοκύρευτη • | ανοικοκύρευτο • | ανοικοκύρευτοι • | ανοικοκύρευτες • | ανοικοκύρευτα • |