ανωριμότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αν- (an-, “un-, a-, im-”) + ωριμότητα (orimótita, “maturity, ripeness”), a calque of French immaturité.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ανωριμότητα • (anorimótita) f (uncountable)
- immaturity (quality of not being mature)
- Antonym: ωριμότητα (orimótita)
- Δεν υποφέρεται η ανωριμότητα αυτού του ανθρώπου.
- Den ypoféretai i anorimótita aftoú tou anthrópou.
- This man's immaturity can't be tolerated.
Declension
[edit] ανωριμότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ανωριμότητα • |
genitive | ανωριμότητας • |
accusative | ανωριμότητα • |
vocative | ανωριμότητα • |
Related terms
[edit]- ανώριμος (anórimos, “immature”)