αοριστολογικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αοριστολογικός • (aoristologikós) m (feminine αοριστολογική, neuter αοριστολογικό)
Declension[edit]
Declension of αοριστολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αοριστολογικός • | αοριστολογική • | αοριστολογικό • | αοριστολογικοί • | αοριστολογικές • | αοριστολογικά • |
genitive | αοριστολογικού • | αοριστολογικής • | αοριστολογικού • | αοριστολογικών • | αοριστολογικών • | αοριστολογικών • |
accusative | αοριστολογικό • | αοριστολογική • | αοριστολογικό • | αοριστολογικούς • | αοριστολογικές • | αοριστολογικά • |
vocative | αοριστολογικέ • | αοριστολογική • | αοριστολογικό • | αοριστολογικοί • | αοριστολογικές • | αοριστολογικά • |
Related terms[edit]
- see: αόριστος (aóristos, “vague”, adjective)