Jump to content

διόρθωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διόρθωση (diórthosif (plural διορθώσεις)

  1. correction, proof-reading

Declension

[edit]
Declension of διόρθωση
singular plural
nominative διόρθωση (diórthosi) διορθώσεις (diorthóseis)
genitive διόρθωσης (diórthosis) διορθώσεων (diorthóseon)
accusative διόρθωση (diórthosi) διορθώσεις (diorthóseis)
vocative διόρθωση (diórthosi) διορθώσεις (diorthóseis)

Older or formal genitive singular: διορθώσεως (diorthóseos)

[edit]