επιλέγω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἐπιλέγω (epilégō), from ἐπι- (epi-, “on, onto”) + λέγω (légō, “to choose, to say”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]επιλέγω • (epilégo) (past επέλεξα, passive επιλέγομαι)
- (transitive, intransitive) to choose, select, pick (decide upon from a set of options)[1]
- Επέλεξε το πράσινο φόρεμα να φορέσει.
- Epélexe to prásino fórema na forései.
- She chose the green dress to wear.
- Έχεις επιλέξει ακόμα;
- Écheis epiléxei akóma?
- Have you chosen yet?
- (intransitive, rare) to conclude (to say in conclusion)[2]
- Επιλέγοντας, είπε ότι λυπόταν για ό,τι έκανε.
- Epilégontas, eípe óti lypótan gia ó,ti ékane.
- Concluding, he said he was sorry for what he did.
- (different sense for the present participle) to επιλεγόμενος: eponymous
Conjugation
[edit]επιλέγω επιλέγομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | επιλέγω | επιλέξω | επιλέγομαι | επιλεχθώ1, (επιλεχτώ), επιλεγώ2 |
2 sg | επιλέγεις | επιλέξεις | επιλέγεσαι | επιλεχθείς, (επιλεχτείς), επιλεγείς |
3 sg | επιλέγει | επιλέξει | επιλέγεται | επιλεχθεί, (επιλεχτεί), επιλεγεί |
1 pl | επιλέγουμε, [‑ομε] | επιλέξουμε, [‑ομε] | επιλεγόμαστε | επιλεχθούμε, (επιλεχτούμε), επιλεγούμε |
2 pl | επιλέγετε | επιλέξετε | επιλέγεστε, {επιλέγεσθε}, επιλεγόσαστε | επιλεχθείτε, (επιλεχτείτε), επιλεγείτε |
3 pl | επιλέγουν(ε) | επιλέξουν(ε) | επιλέγονται | επιλεχθούν, (επιλεχτούν(ε)), επιλεγούν |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | επέλεγα | επέλεξα | επιλεγόμουν(α) | επιλέχθηκα1, επιλέχτηκα, [{επελέγην}]2 |
2 sg | επέλεγες | επέλεξες | επιλεγόσουν(α) | επιλέχθηκες, επιλέχτηκες, [{επελέγης}] |
3 sg | επέλεγε | επέλεξε | επιλεγόταν(ε) | επιλέχθηκε, επιλέχτηκε, {επελέγη} |
1 pl | επιλέγαμε | επιλέξαμε | επιλεγόμασταν, (‑όμαστε) | επιλεχθήκαμε, επιλεχτήκαμε, [{επελέγημεν}] |
2 pl | επιλέγατε | επιλέξατε | επιλεγόσασταν, (‑όσαστε) | επιλεχθήκατε, επιλεχτήκατε, [{επελέγητε}] |
3 pl | επέλεγαν, επιλέγαν(ε) | επέλεξαν, επιλέξαν(ε) | επιλέγονταν, (επιλεγόντουσαν) | επιλέχθηκαν, επιλέχτηκαν, επιλεχτήκανε, {επελέγησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα επιλέγω ➤ | θα επιλέξω ➤ | θα επιλέγομαι ➤ | θα επιλεχθώ1, (επιλεχτώ), επιλεγώ2 ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επιλέγεις, … | θα επιλέξεις, … | θα επιλέγεσαι, … | θα επιλεχθείς, (επιλεχτείς), επιλεγείς |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επιλέξει έχω, έχεις, … επιλεγμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, ... επιλεχθεί1, (επιλεχτεί), επιλεγεί2 είμαι, είσαι, … επιλεγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επιλέξει είχα, είχες, … επιλεγμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, ... επιλεχθεί, (επιλεχτεί), επιλεγεί ήμουν, ήσουν, … επιλεγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επιλέξει θα έχω, θα έχεις, … επιλεγμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, ... επιλεχθεί, (επιλεχτεί), επιλεγεί θα είμαι, θα είσαι, … επιλεγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | [επίλεγε] | επίλεξε | — | επιλέξου |
2 pl | επιλέγετε | επιλέξτε | επιλέγεστε, {επιλέγεσθε} | επιλεχθείτε1, (επιλεχτείτε), {επιλεγείτε}2 |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | επιλέγοντας ➤ | επιλεγόμενος, ‑η, ‑o ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας επιλέξει ➤ | επιλεγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | επιλέξει | επιλεχθεί1, (επιλεχτεί), επιλεγεί2 | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The -χθ- forms are formal 2. The -γ- forms come from the ancient conjugation of aorist ἐπελέγην, and are extremely formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]- (choose, select): διαλέγω (dialégo)
- (conclude): τελειώνω (teleióno), συμπληρώνω (sympliróno)
Derived terms
[edit]- επίλεκτος (epílektos, “picked, handpicked”)
- επιλέξιμος (epiléximos, “eligible, selectable”)
- επιλογέας m (epilogéas, “selector, selector dial”)
- επιλογή f (epilogí, “choice, selection”)
- επίλογος m (epílogos, “epilogue”)
References
[edit]- ^ επιλέγω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ επιλέγω - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
Categories:
- Greek terms inherited from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- Greek transitive verbs
- Greek intransitive verbs
- Greek terms with usage examples
- Greek terms with rare senses
- Greek verbs conjugating like 'εκλέγω'
- Greek terms prefixed with επι-