ορίζω
Jump to navigation
Jump to search
See also: ὁρίζω
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ὁρίζω (horízō).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ορίζω • (orízo) active (past όρισα, passive ορίζομαι, p‑past ορίστηκα, ppp ορισμένος)
Conjugation
[edit]ορίζω ορίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ορίζω | ορίσω | ορίζομαι | οριστώ |
2 sg | ορίζεις | ορίσεις | ορίζεσαι | οριστείς |
3 sg | ορίζει | ορίσει | ορίζεται | οριστεί |
1 pl | ορίζουμε, [‑ομε] | ορίσουμε, [‑ομε] | οριζόμαστε | οριστούμε |
2 pl | ορίζετε | ορίσετε | ορίζεστε, οριζόσαστε | οριστείτε |
3 pl | ορίζουν(ε) | ορίσουν(ε) | ορίζονται | οριστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | όριζα | όρισα | οριζόμουν(α) | ορίστηκα |
2 sg | όριζες | όρισες | οριζόσουν(α) | ορίστηκες |
3 sg | όριζε | όρισε | οριζόταν(ε) | ορίστηκε |
1 pl | ορίζαμε | ορίσαμε | οριζόμασταν, (‑όμαστε) | οριστήκαμε |
2 pl | ορίζατε | ορίσατε | οριζόσασταν, (‑όσαστε) | οριστήκατε |
3 pl | όριζαν, ορίζαν(ε) | όρισαν, ορίσαν(ε) | ορίζονταν, (οριζόντουσαν) | ορίστηκαν, οριστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ορίζω ➤ | θα ορίσω ➤ | θα ορίζομαι ➤ | θα οριστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ορίζεις, … | θα ορίσεις, … | θα ορίζεσαι, … | θα οριστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ορίσει έχω, έχεις, … ορισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … οριστεί είμαι, είσαι, … ορισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ορίσει είχα, είχες, … ορισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … οριστεί ήμουν, ήσουν, … ορισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ορίσει θα έχω, θα έχεις, … ορισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … οριστεί θα είμαι, θα είσαι, … ορισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | όριζε | όρισε | — | ορίσου |
2 pl | ορίζετε | ορίστε | ορίζεστε | οριστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ορίζοντας ➤ | οριζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ορίσει ➤ | ορισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ορίσει | οριστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• passive forms with -στ- are more informal (ορίστηκα). Alternatives: with ‑σθ- (ορίσθηκα) are learned, more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- αδιοριστία f (adioristía, “nonappointment”)
- αδιόριστος (adióristos, “not appointed”)
- ακαθοριστία f (akathoristía)
- ακαθόριστος (akathóristos, “vague, indeterminate”)
- αοριστία f (aoristía)
- αοριστικός (aoristikós)
- αοριστολογία f (aoristología)
- αοριστολογώ (aoristologó)
- αόριστος (aóristos, “vague, (grammar): past tense”)
- απεριόριστος (aperióristos, “unlinmited”)
- απροσδιοριστία (aprosdioristía)
- ορίζοντας m (orízontas, “horizon”)
- οριζόντιος (orizóntios, “horizontal”)
- οριζοντιώνω (orizontióno)
- οριζοντίωση (orizontíosi)
- ορίζουσα (orízousa) (mathematics)
- ορισμένος (orisménos, “determined”, participle)
- όρισμα n (órisma)
- ορισμός m (orismós)
- ορίστε (oríste, “here you are!”)
- οριστική f (oristikí, “indicative mood”) (grammar)
- οριστικός (oristikós, “final, definite”)
- υποορισμός m (ypoorismós)
Compounds of the verb: (and see their derivatives)
- αυτοεξορίζομαι (aftoexorízomai)
- αυτοπεριορίζομαι (aftoperiorízomai)
- αφορίζω (aforízo, “excommunicate”)
- διαφορίζω (diaforízo) (mathematics)
- διορίζω (diorízo, “appoint”)
- εξορίζω (exorízo, “exile”)
- επαναπροσδιορίζω (epanaprosdiorízo)
- καθορίζω (kathorízo, “determine”)
- καλωσορίζω (kalosorízo, “welcome”)
- περιορίζω (periorízo)
- προκαθορίζω (prokathorízo, “determine beforehand”)
- προορίζω (proorízo)
- προσδιορίζω (prosdiorízo, “confine”)