στεγνοκαθαριστήριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]στεγνοκαθαριστήριο • (stegnokatharistírio) n (plural στεγνοκαθαριστήρια)
Declension
[edit]Declension of στεγνοκαθαριστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στεγνοκαθαριστήριο • | στεγνοκαθαριστήρια • |
genitive | στεγνοκαθαριστηρίου •, στεγνοκαθαριστήριου • | στεγνοκαθαριστηρίων • |
accusative | στεγνοκαθαριστήριο • | στεγνοκαθαριστήρια • |
vocative | στεγνοκαθαριστήριο • | στεγνοκαθαριστήρια • |
Related terms
[edit]- καθαριστήριο (katharistírio)
- στεγνό καθάρισμα (stegnó kathárisma)