τουριστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
τουριστικός • (touristikós) m (feminine τουριστική, neuter τουριστικός)
Declension[edit]
Declension of τουριστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τουριστικός • | τουριστική • | τουριστικό • | τουριστικοί • | τουριστικές • | τουριστικά • |
genitive | τουριστικού • | τουριστικής • | τουριστικού • | τουριστικών • | τουριστικών • | τουριστικών • |
accusative | τουριστικό • | τουριστική • | τουριστικό • | τουριστικούς • | τουριστικές • | τουριστικά • |
vocative | τουριστικέ • | τουριστική • | τουριστικό • | τουριστικοί • | τουριστικές • | τουριστικά • |
Related terms[edit]
- see: τουρισμός m (tourismós, “tourism”)