χαρτονόμισμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From χαρτο- (charto-, “paper”) + νόμισμα (nómisma, “currency”), a calque of French papier-monnaie or English paper money.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]χαρτονόμισμα • (chartonómisma) n (plural χαρτονομίσματα)
Declension
[edit]Declension of χαρτονόμισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαρτονόμισμα • | χαρτονομίσματα • |
genitive | χαρτονομίσματος • | χαρτονομισμάτων • |
accusative | χαρτονόμισμα • | χαρτονομίσματα • |
vocative | χαρτονόμισμα • | χαρτονομίσματα • |
Synonyms
[edit]- (formal): τραπεζογραμμάτιο n (trapezogrammátio)
Related terms
[edit]See also
[edit]- χαρτονόμισμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Further reading
[edit]- χαρτονόμισμα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language