αγιοποιημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of αγιοποιούμαι (agiopoioúmai), passive voice of αγιοποιώ (“sanctify”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αγιοποιημένος • (agiopoiiménos) m (feminine αγιοποιημένη, neuter αγιοποιημένο)
Declension
[edit]Declension of αγιοποιημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγιοποιημένος • | αγιοποιημένη • | αγιοποιημένο • | αγιοποιημένοι • | αγιοποιημένες • | αγιοποιημένα • |
genitive | αγιοποιημένου • | αγιοποιημένης • | αγιοποιημένου • | αγιοποιημένων • | αγιοποιημένων • | αγιοποιημένων • |
accusative | αγιοποιημένο • | αγιοποιημένη • | αγιοποιημένο • | αγιοποιημένους • | αγιοποιημένες • | αγιοποιημένα • |
vocative | αγιοποιημένε • | αγιοποιημένη • | αγιοποιημένο • | αγιοποιημένοι • | αγιοποιημένες • | αγιοποιημένα • |
Related terms
[edit]- see: άγιος m (ágios, “saint”)
See also
[edit]Polytonic spelling: ἁγιοποιημένος