ακατανόητος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακατανόητος (akatanóitosm (feminine ακατανόητη, neuter ακατανόητο)

  1. incomprehensible
    Synonyms: ακαταλαβίστικος (akatalavístikos), ακατάληπτος (akatáliptos), δυσνόητος (dysnóitos), απαρακολούθητος (aparakoloúthitos)
  2. inconceivable

Declension

[edit]
[edit]