ακιδοφόρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ακιδοφόρος • (akidofóros) m (feminine ακιδοφόρας, neuter ακιδοφόρο)
Declension[edit]
Declension of ακιδοφόρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακιδοφόρος • | ακιδοφόρα • | ακιδοφόρο • | ακιδοφόροι • | ακιδοφόρες • | ακιδοφόρα • |
genitive | ακιδοφόρου • | ακιδοφόρας • | ακιδοφόρου • | ακιδοφόρων • | ακιδοφόρων • | ακιδοφόρων • |
accusative | ακιδοφόρο • | ακιδοφόρα • | ακιδοφόρο • | ακιδοφόρους • | ακιδοφόρες • | ακιδοφόρα • |
vocative | ακιδοφόρε • | ακιδοφόρα • | ακιδοφόρο • | ακιδοφόροι • | ακιδοφόρες • | ακιδοφόρα • |
Synonyms[edit]
- see: ακίδα f (akída, “spike”)