απαρρησίαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Etymology[edit]
From Koine Greek ἀπαρρησίαστος (aparrhēsíastos).
Adjective[edit]
απαρρησίαστος • (aparrisíastos) m (feminine απαρρησίαστή, neuter απαρρησίαστο)
- of restricted speach, laconic
- Synonym: λακωνικός (lakonikós)
- deprived of freedom of speech
Declension[edit]
Declension of απαρρησίαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαρρησίαστος • | απαρρησίαστη • | απαρρησίαστο • | απαρρησίαστοι • | απαρρησίαστες • | απαρρησίαστα • |
genitive | απαρρησίαστου • | απαρρησίαστης • | απαρρησίαστου • | απαρρησίαστων • | απαρρησίαστων • | απαρρησίαστων • |
accusative | απαρρησίαστο • | απαρρησίαστη • | απαρρησίαστο • | απαρρησίαστους • | απαρρησίαστες • | απαρρησίαστα • |
vocative | απαρρησίαστε • | απαρρησίαστη • | απαρρησίαστο • | απαρρησίαστοι • | απαρρησίαστες • | απαρρησίαστα • |