αποχαρακτηρισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
αποχαρακτηρισμός • (apocharaktirismós) m (plural αποχαρακτηρισμοί)
Declension[edit]
Declension of αποχαρακτηρισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποχαρακτηρισμός • | αποχαρακτηρισμοί • |
genitive | αποχαρακτηρισμού • | αποχαρακτηρισμών • |
accusative | αποχαρακτηρισμό • | αποχαρακτηρισμούς • |
vocative | αποχαρακτηρισμέ • | αποχαρακτηρισμοί • |
Related terms[edit]
- αποχαρακτηρίζω (apocharaktirízo, “to declassify”)