αστρολογικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αστρολογικός • (astrologikós) m (feminine αστρολογική, neuter αστρολογικό)
Declension[edit]
Declension of αστρολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστρολογικός • | αστρολογική • | αστρολογικό • | αστρολογικοί • | αστρολογικές • | αστρολογικά • |
genitive | αστρολογικού • | αστρολογικής • | αστρολογικού • | αστρολογικών • | αστρολογικών • | αστρολογικών • |
accusative | αστρολογικό • | αστρολογική • | αστρολογικό • | αστρολογικούς • | αστρολογικές • | αστρολογικά • |
vocative | αστρολογικέ • | αστρολογική • | αστρολογικό • | αστρολογικοί • | αστρολογικές • | αστρολογικά • |
Related terms[edit]
- see: αστέρας m (astéras, “star”)
Further reading[edit]
- “αστρολογικός”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998