βλαστοκύτταρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
βλαστοκύτταρο • (vlastokýttaro) n
Declension[edit]
Declension of βλαστοκύτταρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βλαστοκύτταρο • | βλαστοκύτταρα • |
genitive | βλαστοκυττάρου •, βλαστοκύτταρου • | βλαστοκυττάρων • |
accusative | βλαστοκύτταρο • | βλαστοκύτταρα • |
vocative | βλαστοκύτταρο • | βλαστοκύτταρα • |