ὑπογεγραμμένη

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Ancient Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
 

Participle

[edit]

ῠ̔πογεγρᾰμμένη (hupogegramménē)

  1. nominative/vocative singular feminine of ῠ̔πογεγρᾰμμένος (hupogegramménos)
  2. (nominalized) iota subscript

See also

[edit]

(προσῳδίαι ἑλληνικαί) προσῳδία; βαρεῖα ⟨ ` ⟩, βραχεῖα ⟨ ˘ ⟩, δασεῖα ⟨  ⟩, διαίρεσις ⟨ ¨ ⟩, κορωνίς ⟨  ⟩, μακρά ⟨ ¯ ⟩, ὀξεῖα ⟨ ´ ⟩, περισπωμένη ⟨  ⟩, προσγεγραμμένη ⟨ ι ⟩, ὑπογεγραμμένη ⟨ ͺ ⟩, ψιλή ⟨ ᾿ ⟩ (Category: grc:Diacritical marks)