άλτρια

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

άλτρια (áltriaf (plural άλτριες, masculine άλτης)

  1. (athletics) jumper, vaulter
    άλτρια του ύψουςáltria tou ýpsoushighjumper
    άλτρια του μήκουςáltria tou míkouslongjumper

Declension

[edit]