ανατροφοδότηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανατροφοδότηση • (anatrofodótisi) f (plural ανατροφοδοτήσεις)
Declension
[edit]Declension of ανατροφοδότηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανατροφοδότηση • | ανατροφοδοτήσεις • | |
genitive | ανατροφοδότησης • | ανατροφοδοτήσεων • | |
accusative | ανατροφοδότηση • | ανατροφοδοτήσεις • | |
vocative | ανατροφοδότηση • | ανατροφοδοτήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ανατροφοδοτήσεως • |
Related terms
[edit]- see: τροφοδοτώ (trofodotó, “to supply”)