δημοσιευμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Etymology[edit]
Perfect participle of δημοσιεύομαι (dimosiévomai), passive voice of δημοσιεύω (“publish”).
Pronunciation[edit]
Participle[edit]
δημοσιευμένος • (dimosievménos) m (feminine δημοσιευμένη, neuter δημοσιευμένο)
Declension[edit]
Declension of δημοσιευμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δημοσιευμένος • | δημοσιευμένη • | δημοσιευμένο • | δημοσιευμένοι • | δημοσιευμένες • | δημοσιευμένα • |
genitive | δημοσιευμένου • | δημοσιευμένης • | δημοσιευμένου • | δημοσιευμένων • | δημοσιευμένων • | δημοσιευμένων • |
accusative | δημοσιευμένο • | δημοσιευμένη • | δημοσιευμένο • | δημοσιευμένους • | δημοσιευμένες • | δημοσιευμένα • |
vocative | δημοσιευμένε • | δημοσιευμένη • | δημοσιευμένο • | δημοσιευμένοι • | δημοσιευμένες • | δημοσιευμένα • |