δυφιοαπεικόνιση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]δυφίο (dyfío, “bit”) + απεικόνιση (apeikónisi, “image”)
Noun
[edit]δυφιοαπεικόνιση • (dyfioapeikónisi) f (plural δυφιοαπεικονίσεις)
Declension
[edit]Declension of δυφιοαπεικόνιση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | δυφιοαπεικόνιση • | δυφιοαπεικονίσεις • | |
genitive | δυφιοαπεικόνισης • | δυφιοαπεικονίσεων • | |
accusative | δυφιοαπεικόνιση • | δυφιοαπεικονίσεις • | |
vocative | δυφιοαπεικόνιση • | δυφιοαπεικονίσεις • | |
Older or formal genitive singular: δυφιοαπεικονίσεως • |