πιστοποιητικό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]πιστοποιητικό • (pistopoiitikó) n (plural πιστοποιητικά)
Declension
[edit]Declension of πιστοποιητικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πιστοποιητικό • | πιστοποιητικά • |
genitive | πιστοποιητικού • | πιστοποιητικών • |
accusative | πιστοποιητικό • | πιστοποιητικά • |
vocative | πιστοποιητικό • | πιστοποιητικά • |