ακατάρτιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ακατάρτιστος • (akatártistos) m (feminine ακατάρτιστη, neuter ακατάρτιστο)
- unqualified, ignorant
- unprepared, not organised
- Synonym: απαράσκευος (aparáskevos)
Declension[edit]
Declension of ακατάρτιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατάρτιστος • | ακατάρτιστη • | ακατάρτιστο • | ακατάρτιστοι • | ακατάρτιστες • | ακατάρτιστα • |
genitive | ακατάρτιστου • | ακατάρτιστης • | ακατάρτιστου • | ακατάρτιστων • | ακατάρτιστων • | ακατάρτιστων • |
accusative | ακατάρτιστο • | ακατάρτιστη • | ακατάρτιστο • | ακατάρτιστους • | ακατάρτιστες • | ακατάρτιστα • |
vocative | ακατάρτιστε • | ακατάρτιστη • | ακατάρτιστο • | ακατάρτιστοι • | ακατάρτιστες • | ακατάρτιστα • |
Related terms[edit]
- ακαταρτισία f (akatartisía, “lack of training”)