αντικαρκινικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αντικαρκινικός • (antikarkinikós) m (feminine αντικαρκινική, neuter αντικαρκινικό)
- (medicine, pharmacology) anticancer
- Antonym: καρκινικός (karkinikós)
Declension[edit]
Declension of αντικαρκινικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικαρκινικός • | αντικαρκινική • | αντικαρκινικό • | αντικαρκινικοί • | αντικαρκινικές • | αντικαρκινικά • |
genitive | αντικαρκινικού • | αντικαρκινικής • | αντικαρκινικού • | αντικαρκινικών • | αντικαρκινικών • | αντικαρκινικών • |
accusative | αντικαρκινικό • | αντικαρκινική • | αντικαρκινικό • | αντικαρκινικούς • | αντικαρκινικές • | αντικαρκινικά • |
vocative | αντικαρκινικέ • | αντικαρκινική • | αντικαρκινικό • | αντικαρκινικοί • | αντικαρκινικές • | αντικαρκινικά • |
Related terms[edit]
- see: καρκίνος m (karkínos, “cancer”)