αποποινικοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
αποποινικοποίηση • (apopoinikopoíisi) f (plural αποποινικοποιήσεις)
- decriminalisation (UK), decriminalization (US)
- Antonym: ποινικοποίηση (poinikopoíisi)
Declension[edit]
Declension of αποποινικοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποποινικοποίηση • | αποποινικοποιήσεις • | |
genitive | αποποινικοποίησης • | αποποινικοποιήσεων • | |
accusative | αποποινικοποίηση • | αποποινικοποιήσεις • | |
vocative | αποποινικοποίηση • | αποποινικοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποποινικοποιήσεως • |
Further reading[edit]
- αποποινικοποίηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- “αποποινικοποίηση”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998