διαπληκτίζομαι

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ðia.pliˈkti.zo.me/
  • Hyphenation: δι‧α‧πλη‧κτί‧ζο‧μαι

Verb

[edit]

διαπληκτίζομαι (diapliktízomai) deponent (past διαπληκτίστηκα/διαπληκτίσθηκα)

  1. to have it out, quarrel, bicker, fight (have a verbal dispute)
    Διαπληκτιζόντουσαν πολλή ώρα πριν από το διαζύγιο.
    Diapliktizóntousan pollí óra prin apó to diazýgio.
    They were quarrelling quite a lot before the divorce.

Conjugation

[edit]
[edit]