Etymology [ edit ]
προς ( pros , “ towards ” ) + γη ( gi , “ earth ” )
Pronunciation [ edit ]
IPA (key ) : /pɾozʝiˈono/
Hyphenation: προσ‧γει‧ώ‧νω
προσγειώνω • (prosgeióno ) (past προσγείωσα , passive προσγειώνομαι )
( aviation ) to land
( figuratively ) to disillusion , bring down to earth
Conjugation [ edit ]
προσγειώνω προσγειώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
προσγειώνω
προσγειώσω
προσγειώνομαι
προσγειωθώ
2 sg
προσγειώνεις
προσγειώσεις
προσγειώνεσαι
προσγειωθείς
3 sg
προσγειώνει
προσγειώσει
προσγειώνεται
προσγειωθεί
1 pl
προσγειώνουμε , [‑ομε ]
προσγειώσουμε , [‑ομε ]
προσγειωνόμαστε
προσγειωθούμε
2 pl
προσγειώνετε
προσγειώσετε
προσγειώνεστε , προσγειωνόσαστε
προσγειωθείτε
3 pl
προσγειώνουν (ε )
προσγειώσουν (ε )
προσγειώνονται
προσγειωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
προσγείωνα
προσγείωσα
προσγειωνόμουν (α )
προσγειώθηκα
2 sg
προσγείωνες
προσγείωσες
προσγειωνόσουν (α )
προσγειώθηκες
3 sg
προσγείωνε
προσγείωσε
προσγειωνόταν (ε )
προσγειώθηκε
1 pl
προσγειώναμε
προσγειώσαμε
προσγειωνόμασταν , (‑όμαστε )
προσγειωθήκαμε
2 pl
προσγειώνατε
προσγειώσατε
προσγειωνόσασταν , (‑όσαστε )
προσγειωθήκατε
3 pl
προσγείωναν , προσγειώναν (ε )
προσγείωσαν , προσγειώσαν (ε )
προσγειώνονταν , (προσγειωνόντουσαν )
προσγειώθηκαν , προσγειωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα προσγειώνω ➤
θα προσγειώσω ➤
θα προσγειώνομαι ➤
θα προσγειωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα προσγειώνεις , …
θα προσγειώσεις , …
θα προσγειώνεσαι , …
θα προσγειωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … προσγειώσει έχω, έχεις, … προσγειωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … προσγειωθεί είμαι , είσαι , … προσγειωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … προσγειώσει είχα, είχες, … προσγειωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … προσγειωθεί ήμουν , ήσουν , … προσγειωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … προσγειώσει θα έχω, θα έχεις, … προσγειωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … προσγειωθεί θα είμαι, θα είσαι, … προσγειωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
προσγείωνε
προσγείωσε
—
προσγειώσου
2 pl
προσγειώνετε
προσγειώστε
προσγειώνεστε
προσγειωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
προσγειώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας προσγειώσει ➤
προσγειωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
προσγειώσει
προσγειωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
Synonyms [ edit ]
Antonyms [ edit ]
Related terms [ edit ]