τριγωνομετρικές συναρτήσεις

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τριγωνομετρικές συναρτήσεις (trigonometrikés synartíseisf

  1. Plural form of τριγωνομετρική συνάρτηση (trigonometrikí synártisi).