αδιαφώτιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αδιαφώτιστος • (adiafótistos) m (feminine αδιαφώτιστη, neuter αδιαφώτιστο)
Declension[edit]
Declension of αδιαφώτιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαφώτιστος • | αδιαφώτιστη • | αδιαφώτιστο • | αδιαφώτιστοι • | αδιαφώτιστες • | αδιαφώτιστα • |
genitive | αδιαφώτιστου • | αδιαφώτιστης • | αδιαφώτιστου • | αδιαφώτιστων • | αδιαφώτιστων • | αδιαφώτιστων • |
accusative | αδιαφώτιστο • | αδιαφώτιστη • | αδιαφώτιστο • | αδιαφώτιστους • | αδιαφώτιστες • | αδιαφώτιστα • |
vocative | αδιαφώτιστε • | αδιαφώτιστη • | αδιαφώτιστο • | αδιαφώτιστοι • | αδιαφώτιστες • | αδιαφώτιστα • |
Synonyms[edit]
- (uninformed): απληροφόρητος (aplirofóritos)