αντιβηχικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιβηχικός • (antivichikós) m (feminine αντιβηχική, neuter αντιβηχικό)
Declension
[edit]Declension of αντιβηχικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιβηχικός • | αντιβηχική • | αντιβηχικό • | αντιβηχικοί • | αντιβηχικές • | αντιβηχικά • |
genitive | αντιβηχικού • | αντιβηχικής • | αντιβηχικού • | αντιβηχικών • | αντιβηχικών • | αντιβηχικών • |
accusative | αντιβηχικό • | αντιβηχική • | αντιβηχικό • | αντιβηχικούς • | αντιβηχικές • | αντιβηχικά • |
vocative | αντιβηχικέ • | αντιβηχική • | αντιβηχικό • | αντιβηχικοί • | αντιβηχικές • | αντιβηχικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιβηχικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιβηχικός, etc.) |