αξιολογία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αξιολογία • (axiología) f (plural αξιολογίες)
Declension
[edit]Declension of αξιολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αξιολογία • | αξιολογίες • |
genitive | αξιολογίας • | αξιολογιών • |
accusative | αξιολογία • | αξιολογίες • |
vocative | αξιολογία • | αξιολογίες • |
Related terms
[edit]- see: αξιόλογος (axiólogos, “remarkable”, adjective)