απεριόριστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]απεριόριστος • (aperióristos) m (feminine απεριόριστη, neuter απεριόριστο)
Declension
[edit]Declension of απεριόριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απεριόριστος • | απεριόριστη • | απεριόριστο • | απεριόριστοι • | απεριόριστες • | απεριόριστα • |
genitive | απεριόριστου • | απεριόριστης • | απεριόριστου • | απεριόριστων • | απεριόριστων • | απεριόριστων • |
accusative | απεριόριστο • | απεριόριστη • | απεριόριστο • | απεριόριστους • | απεριόριστες • | απεριόριστα • |
vocative | απεριόριστε • | απεριόριστη • | απεριόριστο • | απεριόριστοι • | απεριόριστες • | απεριόριστα • |
Related terms
[edit]- περιοριστικός (perioristikós, “restrictive, limited”)