αποσκλήρυνση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποσκλήρυνση • (aposklírynsi) f (plural αποσκληρύνσεις)
Declension
[edit]Declension of αποσκλήρυνση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποσκλήρυνση • | αποσκληρύνσεις • | |
genitive | αποσκλήρυνσης • | αποσκληρύνσεων • | |
accusative | αποσκλήρυνση • | αποσκληρύνσεις • | |
vocative | αποσκλήρυνση • | αποσκληρύνσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποσκληρύνσεως • |
Related terms
[edit]- see: αποσκληρύνω (aposklirýno, “I soften, I harden”)
Further reading
[edit]- αποσκλήρυνση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αποσκλήρυνση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language