αποφασιστικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αποφασιστικός (apofasistikós, “decisive, resolute”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1820, in a declaration of Greece's independence by Alexander Ypsilantis .
Noun
[edit]αποφασιστικότητα • (apofasistikótita) f (uncountable)
- determination, decisiveness, resoluteness
- Antonym: αναποφασιστικότητα (anapofasistikótita)
Declension
[edit] αποφασιστικότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αποφασιστικότητα • |
genitive | αποφασιστικότητας • |
accusative | αποφασιστικότητα • |
vocative | αποφασιστικότητα • |
Related terms
[edit]- see: αποφασίζω (apofasízo, “to decide”)