ιστιοσανίδα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ιστίο (istío) + σανίδα (sanída), a calque of English sailboard.
Noun
[edit]ιστιοσανίδα • (istiosanída) f (plural ιστιοσανίδες)
Declension
[edit]Declension of ιστιοσανίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστιοσανίδα • | ιστιοσανίδες • |
genitive | ιστιοσανίδας • | ιστιοσανίδων • |
accusative | ιστιοσανίδα • | ιστιοσανίδες • |
vocative | ιστιοσανίδα • | ιστιοσανίδες • |
Synonyms
[edit]- γουίντ-σέρφινγκ n (gouínt-sérfingk)
Related terms
[edit]- see: ιστός m (istós, “mast”)
Further reading
[edit]- ιστιοσανίδα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ιστιοσανίδα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el