σεισμογράφος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]σεισμογράφος • (seismográfos) m (plural σεισμογράφοι)
Declension
[edit]Declension of σεισμογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σεισμογράφος • | σεισμογράφοι • |
genitive | σεισμογράφου • | σεισμογράφων • |
accusative | σεισμογράφο • | σεισμογράφους • |
vocative | σεισμογράφε • | σεισμογράφοι • |
Further reading
[edit]- σεισμογράφος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el