υγρόμετρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]υγρόμετρο • (ygrómetro) n (plural υγρόμετρα)
Declension
[edit]Declension of υγρόμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υγρόμετρο • | υγρόμετρα • |
genitive | υγρομέτρου •, υγρόμετρου • | υγρομέτρων • |
accusative | υγρόμετρο • | υγρόμετρα • |
vocative | υγρόμετρο • | υγρόμετρα • |
Further reading
[edit]- υγρόμετρο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language