χειραφέτηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]χειραφέτηση • (cheirafétisi) f (plural χειραφετήσεις)
Declension
[edit]Declension of χειραφέτηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | χειραφέτηση • | χειραφετήσεις • | |
genitive | χειραφέτησης • | χειραφετήσεων • | |
accusative | χειραφέτηση • | χειραφετήσεις • | |
vocative | χειραφέτηση • | χειραφετήσεις • | |
Older or formal genitive singular: χειραφετήσεως • |
Related terms
[edit]- χειραφετώ (cheirafetó, “to emancipate, liberate”, verb)
Further reading
[edit]- χειραφέτηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- χειραφέτηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el