αναρτημένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αναρτώμαι (anartómai), passive voice of αναρτώ (hang, suspend).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.naɾ.tiˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧ναρ‧τη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αναρτημένος (anartiménosm (feminine αναρτημένη, neuter αναρτημένο)

  1. hung, suspended
    Η ανακοίνωση είναι αναρτημένη στον πίνακα ανακοινώσεων.
    I anakoínosi eínai anartiméni ston pínaka anakoinóseon.
    The memo is hung on the notice board.

Declension

[edit]

See also

[edit]