αντιπυρετικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αντιπυρετικός • (antipyretikós) m (feminine αντιπυρετική, neuter αντιπυρετικό)
Declension[edit]
Declension of αντιπυρετικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιπυρετικός • | αντιπυρετική • | αντιπυρετικό • | αντιπυρετικοί • | αντιπυρετικές • | αντιπυρετικά • |
genitive | αντιπυρετικού • | αντιπυρετικής • | αντιπυρετικού • | αντιπυρετικών • | αντιπυρετικών • | αντιπυρετικών • |
accusative | αντιπυρετικό • | αντιπυρετική • | αντιπυρετικό • | αντιπυρετικούς • | αντιπυρετικές • | αντιπυρετικά • |
vocative | αντιπυρετικέ • | αντιπυρετική • | αντιπυρετικό • | αντιπυρετικοί • | αντιπυρετικές • | αντιπυρετικά • |