αποικίστρια
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
αποικίστρια • (apoikístria) f (plural αποικίστριες, masculine αποικιστής)
Declension[edit]
Declension of αποικίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποικίστρια • | αποικίστριες • |
genitive | αποικίστριας • | αποικιστριών • |
accusative | αποικίστρια • | αποικίστριες • |
vocative | αποικίστρια • | αποικίστριες • |
Related terms[edit]
- see: αποικώ (apoikó, “I emigrate, I colonise”)