αποτρεπτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Pronunciation[edit]
Adjective[edit]
αποτρεπτικός • (apotreptikós) m (feminine αποτρεπτική, neuter αποτρεπτικό)
Declension[edit]
Declension of αποτρεπτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποτρεπτικός • | αποτρεπτική • | αποτρεπτικό • | αποτρεπτικοί • | αποτρεπτικές • | αποτρεπτικά • |
genitive | αποτρεπτικού • | αποτρεπτικής • | αποτρεπτικού • | αποτρεπτικών • | αποτρεπτικών • | αποτρεπτικών • |
accusative | αποτρεπτικό • | αποτρεπτική • | αποτρεπτικό • | αποτρεπτικούς • | αποτρεπτικές • | αποτρεπτικά • |
vocative | αποτρεπτικέ • | αποτρεπτική • | αποτρεπτικό • | αποτρεπτικοί • | αποτρεπτικές • | αποτρεπτικά • |
Related terms[edit]
- see: αποτροπή f (apotropí, “deterrence, prevention”)
Further reading[edit]
- “αποτρεπτικός”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998