αρτηριοπάθεια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρτηριοπάθεια • (artiriopátheia) f (usually uncountable, plural αρτηριοπάθειες)
Declension
[edit]Declension of αρτηριοπάθεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτηριοπάθεια • | αρτηριοπάθειες • |
genitive | αρτηριοπάθειας • | αρτηριοπαθειών • |
accusative | αρτηριοπάθεια • | αρτηριοπάθειες • |
vocative | αρτηριοπάθεια • | αρτηριοπάθειες • |
Related terms
[edit]- see: αρτηρία n (artiría, “artery”)
Further reading
[edit]- “αρτηριοπάθεια”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998