γραφειοκρατικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Pronunciation[edit]
Adjective[edit]
γραφειοκρατικός • (grafeiokratikós) m (feminine γραφειοκρατική, neuter γραφειοκρατικό)
Declension[edit]
Declension of γραφειοκρατικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γραφειοκρατικός • | γραφειοκρατική • | γραφειοκρατικό • | γραφειοκρατικοί • | γραφειοκρατικές • | γραφειοκρατικά • |
genitive | γραφειοκρατικού • | γραφειοκρατικής • | γραφειοκρατικού • | γραφειοκρατικών • | γραφειοκρατικών • | γραφειοκρατικών • |
accusative | γραφειοκρατικό • | γραφειοκρατική • | γραφειοκρατικό • | γραφειοκρατικούς • | γραφειοκρατικές • | γραφειοκρατικά • |
vocative | γραφειοκρατικέ • | γραφειοκρατική • | γραφειοκρατικό • | γραφειοκρατικοί • | γραφειοκρατικές • | γραφειοκρατικά • |
Related terms[edit]
Further reading[edit]
- “γραφειοκρατικός”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998